- σωματοποιίᾳ
- σωματοποιίᾱͅ , σωματοποιίαfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωματοποιία — σωματοποιίᾱ , σωματοποιία fem nom/voc/acc dual σωματοποιίᾱ , σωματοποιία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοποιΐα — ἡ, ΜΑ [σωματοποιῶ] η σωματοποίηση … Dictionary of Greek
σωματοποιίαν — σωματοποιίᾱν , σωματοποιία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματουργία — ἡ, ΜΑ [σωματουργός] σωματοποιΐα* … Dictionary of Greek
ՄԱՐՄՆԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0226 Chronological Sequence: 8c, 12c գ. σωματοποιΐα corporatio. Մի մարմին լինելն. դասակցութիւն. *Եւ թէ պիտոյ է՝ ասէ, աստուածաբանիցն բնաւ ʼի մարմնագործութիւն գալ անմարմնոցն. Դիոն. երկն.: ՄԱՐՄՆԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ. Մարմնանալն բանին աստուծոյ, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)